κακοπαθείας

κακοπαθείας
κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια
distress
fem acc pl
κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια
distress
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλαξομουριάζω — αλλάζω όψη, χρώμα προσώπου ένεκα ψυχικής ταραχής, ασθένειας, κακοπάθειας κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μούρη] …   Dictionary of Greek

  • καματεύω — (AM καματεύω) [κάματος] νεοελλ. μσν. εργάζομαι στο χωράφι, οργώνω τη γη με το άροτρο, καλλιεργώ αρχ. (κατά τον Ησύχ.) (αόρ.) ἐκαμάτευσε «μετὰ κακοπαθείας εἰργάσατο καὶ ἔφυγεν» …   Dictionary of Greek

  • προσαναλαμβάνω — Α [ἀναλαμβάνω] 1. (το ενεργ και το μέσ.) παίρνω ή δέχομαι κάτι επί πλέον 2. μεταχειρίζομαι κάτι επιπροσθέτως 3. ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από ανάπαυση («ἀριστοποιησάμενος καὶ προσαναλαβὼν τὴν δύναμιν ἐκ τῆς κακοπαθείας», Πολ.) 4. (αμτβ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”